Ντηνιάκο Λεξικό

Λέξεις της Τήνου

Αγελούδες
~
Γυναικεία πνεύματα στους αγρούς που κανουν κακό στις περιπλανώμενους
Παράδειγμα:

Αντίσκα
~
Αντιθετα. Βαζεις το αριστερο
Παράδειγμα:

Αποκολώνω
~
Χανεται ο κώλος μου στη γωνιά. Μολις εξαφανιστικα.
Παράδειγμα:

Απολοχάνω
~
1. Χαμηλωνει η θερμοκρασια του φαγητου 2. για ανθρωπο να ξελαχανιασει
Παράδειγμα:

Βγοδονε
~
Συντομευε. κάνε πιο γρήγορα
Παράδειγμα:

Βούληξα
~
Γκρέμισα κατι. πχ βουληξα το τοιχο
Παράδειγμα:

Γλαντό
~
Καποιος που κανει αποτυχημένη υπερπροσπάθεια να ωραιοποιηθει
Παράδειγμα:

Εκταμπήθηκα
~ ρήμα
Πέφτω από ύψος
Παράδειγμα:
Εκταμπήθηκα! είπε ο Μανώλης όταν έπεσε από το μουλάρι.

Έμπολος
~
Μικρο δρομακι μεταξυ χωραφιων
Παράδειγμα:

Εξιμπιρ
~
Ένα και το αυτό
Παράδειγμα:

Ζγλα
~
Τα άκρα. Τα χέρια και και τα πόδια. Συνήθως τα πόδια. Μάζεψε τα ζγλα ς.
Παράδειγμα:

Θραβαλέψω
~
Σε χτυπαω ασχημα
Παράδειγμα:

Καντρο
~
Προσωπογραφια ή άλλο θέμα με κορνίζα κρεμασμένο στον τοίχο.
Παράδειγμα:

Κατραμπούφα
~
Καλυμμα κεφαλή με σήτα για τις μέλισσες
Παράδειγμα:

Κορζεψε
~
Ο λαιμός μου. Στέγνωσε από την δίψα
Παράδειγμα:

Κτλιαστικε
~
Πνίγηκε με το σάλιο του
Παράδειγμα:

Κτρικι
~
Πολύ σκληρό
Παράδειγμα:

Λολος
~
Τρελός
Παράδειγμα:

Μαραντο
~
Κολατσιό
Παράδειγμα:

Μισκιάρω
~
1. Ανακατεύω. Φτιάχνω μίγμα 2. ανακατευω την τράπουλα. 3. Συνήθως στερά
Παράδειγμα:

Μπατικι
~
Ενοίκιο
Παράδειγμα:

Μπαχαριζει
~
Φυσάει ελαφρώς. Τόσο όσο βάζουμε τα μπαχαρικα στο φαγητό.
Παράδειγμα:

Μπίζω
~
Τσιμπαω. Μπλουζες
Παράδειγμα:

Μπουνταντίστηκα
~
Τα εχασα
Παράδειγμα:

Μπουσουρντιζω
~
Δεν μποσουρντιζω. Δεν βλέπω καλά
Παράδειγμα:

Μσερώθηκα
~
Χωριστικα στη μέση
Παράδειγμα:

Ντεμα
~
Μπλεγμένο. Ομελέτα με ντεμα. Μπλεγμένη με κρέας
Παράδειγμα:

Ξαραθυμισα
~
Ευχαριστήθηκα
Παράδειγμα:

Ξενου
~
Κάνε και ξένου κάνε και δεν καταλαβαίνεις
Παράδειγμα:

Ουριαινω
~
Ζαλίστηκα. Γίνεται το μυαλό μου κουρκούτι.
Παράδειγμα:

Παιζογλεντιζω
~
Παιζω ελαφρά για να περασει η ωρα
Παράδειγμα:

Πάσκλο
~
Το υπολοιπο αφου θερισουμε τα δημτριακα. Συνηθως τα καίνε.
Παράδειγμα:

Σαλιαρομάντιλο
~
1. Η σαλιάρα για τα μωρά. 2. Αυτος που μιλαει πολυ (μτφ)
Παράδειγμα:

Σκαρναρω
~
Γλιστράω και πεφτω
Παράδειγμα:

Σκεπά
~
Τα απάνεμα. Αντιθ. Ξάνεμα
Παράδειγμα:

Φαεροπ
~
Του έδωσε φαεροπ. Το ξεπέταξε.
Παράδειγμα:

Χούσλο
~
Το χαλασμενο χορτο. Χρησιμοποιείται
Παράδειγμα:

Ωμπατή
~
Η είσοδος στα αγροτεμάχια
Παράδειγμα: